βροτοσκόπος

βροτοσκόπος
βροτοσκόπος, -ον (Α)
εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -σκοπος < σκοπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βροτοσκόπων — βροτοσκόπος taking note of man masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”